- θῆττα
- θῆσσα 1serffem nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήττα — θήττᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual (attic) θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc/acc dual θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήττα — θῆττα, ἡ (Α) αττ. τ. τού θῆσσα* … Dictionary of Greek
θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek